Βασίλης Τσιτσάνης – Ο αξέχαστος μάγος του μπουζουκιού
Ο εξαίρετος δημιουργός της λαϊκής μας μουσικής και του ρεμπέτικου τραγουδιού, γεννήθηκε σαν σήμερα στις 18 Ιανουαρίου 1915 στα Τρίκαλα
από την Κατερίνα Σαλωνίκη
Βιώνοντας τη φτώχεια μέσα σε μια δεμένη οικογένεια με πολλά αδέρφια, κατηφορίζει στα 21 του χρόνια στην Αθήνα για να σπουδάσει νομικά, αλλά τελικά ασχολείται μόνο με τη μουσική. Ο πατέρας του τον έστειλε από μικρό να μάθει βιολί, που γρήγορα αντικατέστησε με το μπουζούκι.
Η δεξιοτεχνία του σε αυτό, καθώς και η επαναστατική και συνάμα ερωτική του διάθεση στις συνθέσεις, διαμόρφωσαν γρήγορα νέους μουσικές εκφράσεις.
Έπιασε δουλειά σε μία ταβέρνα των Αθηνών στο σταθμό Λαρίσης τον «Πλάτανο»,, όπου γρήγορα τον ανακάλυψαν τα έμπειρα αυτιά.
Έτσι βρέθηκε με την πρώτη του επαγγελματική δουλειά στην ταβέρνα «τα Μπιζέλια», ακολούθησαν οι γνωριμίες από το χώρο της λαϊκής μουσικής και οι πρώτες ηχογραφήσεις δίσκων.
Άνθρωπος πολύ αγαπητός, φιλήσυχος, εξαιρετικός συνεργάτης και ακέραιος χαρακτήρας. Κράτησε αποστάσεις από κόντρες και διχόνοιες, αποστασιοποιήθηκε από ρήξεις με την εξουσία, κρατώντας τις απόψεις του και την προσωπική του ζωή μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας.
Ανέδειξε νέες φωνές όπως τη Μαρίκα Νίνου και τη Σωτηρία Μπέλλου και τα τραγούδια του ερμηνεύτηκαν από κολοσσούς της εποχής και ερμηνεύονται ακόμα. Τραγούδια διαχρονικά που στο άκουσμά τους τα συναισθήματα συγκρούονται για το ποιο θα επικρατήσει μέσα από την πανδαισία που δημιουργείται. Παντρεύτηκε τη Ζωή Σαμαρά αποκτώντας δυο παιδιά.
Το 1980, με πρωτοβουλία της UNESCO, ηχογραφείται ένας διπλός δίσκος με τίτλο «Χάραμα», το μαγαζί στο οποίο εμφανιζόταν τα τελευταία 14 χρόνια της ζωής του.
Σ' αυτό το δίσκο παίζει μια σειρά από κλασικά του τραγούδια, αλλά και πολλά αυτοσχεδιαστικά κομμάτια στο μπουζούκι.
Με την έκδοσή του στη Γαλλία, το 1985, κερδίζει το βραβείο της Μουσικής Ακαδημίας «Charles Gross». Δυστυχώς όμως δεν ήταν πλέον μαζί μας.
Πέθανε ξαφνικά ένα χρόνο πριν, σε ηλικία 69 ετών την ημέρα των γενεθλίων του στο νοσοκομείο Brompton του Λονδίνου, έπειτα από επιπλοκές μιας εγχείρησης στους πνεύμονες, ενώ λίγες μέρες πριν εμφανιζόταν κανονικά στο «Χάραμα».
Με την αλλαγή του ημερολογίου και προσθέτοντας 13 μέρες έχουμε έναν γνήσιο Υδροχόο με Σελήνη στο Λέοντα με τον κυβερνήτη του ζωδίου Ουρανό σε σύνοδο με Ήλιο και αντίθεση με Σελήνη.
Το έργο του ήταν εμπνευσμένο και καινοτόμο με κοινωνικά μηνύματα, που άγγιζαν όλες τις κοινωνικές τάξεις. «Κατηγορώ τον άνθρωπο με τη σκληρή καρδιά του, τη συμφορά του αλλουνού την έχει για χαρά του».
Η περήφανη Σελήνη του έκανε τους άλλους να επιθυμούν την παρουσία του, αναγνωρίζοντας την ανεξαρτησία, αλλά και τη μουσική ιδιοφυία που εξέπεμπε.
Τα τραγούδια του όμως χαρακτηρίζονταν πάνω απ όλα από έρωτα με έμφαση στο γυναικείο φύλο και τη φτώχεια, εκπέμποντας πάντα κάτι άπιαστο και δυσκολοθώρητο.
Η Αφροδίτη στον Τοξότη σε αντίθεση με Κρόνο και Πλούτωνα, αποτελεί μια ιδιαίτερη πινελιά στην παλέτα της καριέρας του.
Δημιουργούσε από τη μία την προτροπή της απόλαυσης « Έλα να νιώσεις πώς είναι η ζωή κι όλα τα ωραία μέχρι το πρωί» και από την άλλη την περιπέτεια της κατάκτησης σε συναισθηματικό και υλικό επίπεδο.
«Κουράστηκα για να σε αποκτήσω, αρχόντισσα μου, μάγισσα τρελή»
«Τύχη γιατί με κυνηγάς, πες μου τι σου ‘χω φταίξει και δε μπορεί για μένανε,
μέρα καλή να φέξει».
Οι στίχοι του πολλές φορές ήταν βαθιά αφοριστικοί απέναντι σε ένα ανικανοποίητο συναίσθημα «Να με γελάς κουράστηκα, βαριά σε καταράστηκα. Απ’ τη ζωή μου πέρασες, με τσάκισες, με γέρασες».
Η αντίθεση Άρη – Ποσειδώνα με τον Άρη στον Υδροχόο, στάθηκε η αφετηρία της εξέλιξης της μουσικής σε επιστήμη, ενώ παράλληλα έγινε η καλλιτεχνική διέξοδος πιθανών καταπιεσμένων συναισθημάτων του, που αποτύπωνε στους στίχους του.
«Συννεφιασμένη Κυριακή, μοιάζεις με την καρδιά μου»
«Βαριά σεκλέτια έχω απόψε και η καρδιά μου είναι κλειστή, βλέπω να φεύγει απ' τη ζωή μου εκείνη που 'χω ερωτευθεί».
Ο Τσιτσάνης ήταν ένας σφοδρά συναισθηματικός άνθρωπος που η σύνοδος Ερμή – Δία και αυτή στον Υδροχόο σε τρίγωνο με Κρόνο, του χάριζε ένα ευρύ πνεύμα που δεν το εξέθετε ποτέ. Είχε τις δικές του εμμονές όπως αυτή της λατρείας με τη μάνα του, τη βαθιά υπαρξιακή ανησυχία και την εναντίωση στην αδικία και τη φτώχεια σε κάθε επίπεδο.
Τα έκανε όλα αυτά τραγούδια, τα σμίλεψε στο μπουζούκι του και μας τα άφησε σαν μια ανεκτίμητη κληρονομιά.
Όπως είπε και ο ίδιος «Τίποτα δεν αγνόησα στα τραγούδια μου διότι και αυτό το θεωρούσα χρέος».