Η παραβολή του Γουό και τα δωμάτια του μαθήματος
Πως ο φόβος μας στερεί την ομορφιά της ζωής
Ας θυμηθούμε το μεγαλείο της ίδιας μας της φύσης...
Ζούσε κάποτε ένας άνθρωπος, που τον έλεγαν Γουό. Έμενε στο δωμάτιο ενός σπιτιού, όπως και οι άλλοι συνάνθρωποί του, και ο καθένας ενδιαφερόταν για το δικό του δωμάτιο. Ο Γουό περιποιόταν και διατηρούσε το δωμάτιό του σε πολύ καλή κατάσταση και είχε εκεί μέσα, όλα όσα χρειαζόταν για να ζει καλά. Επίσης, είχε εξασφαλισμένο άφθονο φαγητό, ζεστασιά και ασφάλεια μέσα στο δωμάτιό του, και ένοιωθε πλήρης.
Μάλιστα ούτε καν όλο το δωμάτιο δεν χρησιμοποιούσε, παρά μόνο μία γωνιά του, που την έβρισκε βολική και ζεστή. Σ΄ αυτή τη γωνιά είχε ό, τι χρειαζόταν. Εκεί είχε τα υπάρχοντά του, εκεί δεχόταν τους φίλους του, όταν έρχονταν να τον επισκεφθούν.
Παρόλο το κλίμα ασφάλειας, υπήρχαν κάποια πράγματα που τον φόβιζαν. Κυρίως φοβόταν μήπως κάτι προκαλέσει κάποια αλλαγή, και χάσει την ευημερία του. Για αυτό τον λόγο, φοβόταν τους άλλους ανθρώπους, και κυρίως αυτούς που μπορούσαν να ταράξουν τη γαλήνη του. Φοβόταν επίσης όλες εκείνες τις ανεξέλεγκτες καταστάσεις, που μπορεί να διατάραζαν τις πολύτιμες ισορροπίες του.
Επίσης φοβόταν το παρελθόν, γιατί ήταν γεμάτο στενάχωρες αναμνήσεις, αλλά φοβόταν και το μέλλον, γιατί ήταν άγνωστο, αναπάντεχο και αβέβαιο.
Ο Γουό ήταν ευσεβής και θεοσεβούμενος άνθρωπος, αν και η εικόνα του για το Θεό είχε διαμορφωθεί από γνώμες των άλλων ανθρώπων. Του είχαν πει ότι είναι ασήμαντος μπροστά στο Θεό, ότι ο Θεός είναι τα πάντα και ο άνθρωπος ένα τίποτα. Και το πίστεψε, αφού όλοι λάτρευαν το Θεό. Του είπαν επίσης ότι παρά την ασημαντότητά του, ο Θεός, με την απέραντη αγάπη του, εισακούει τις προσευχές του, αν είναι ειλικρινής και ακέραιος.
Έτσι ο Γουό ζήτησε από το Θεό να τον απαλλάξει από αλλαγές στη ζωή του, και να τον προστατέψει από καταστάσεις που μπορεί να τάραζαν την ηρεμία και ασφάλεια που του παρείχε το δωμάτιό του. Και ο Θεός άκουσε τις προσευχές του.
Σε διάφορες φάσεις της ζωής του, ο Γουό, εντόπιζε μία περίεργη κίνηση μέσα στο δωμάτιό του, σαν σκιές που μετακινούνταν, και αυτό τον τρόμαζε και τον έκανε να χώνεται ακόμη περισσότερο στη γωνίτσα του. Παρακαλούσε τότε το Θεό να τον προστατέψει από αυτή την άγνωστη κίνηση, και να τον απαλλάξει από την απειλητική παρουσία.
Και ο Θεός το έκανε για κείνον. Οι σκιές σταμάτησαν. Κάποια φορά είδε να ανοίγει μία πόρτα με μία δυσανάγνωστη επιγραφή επάνω της, που ο Γουό φοβήθηκε να διαβάσει. Πάλι δυνατές προσευχές, και πάλι ηρέμησαν τα πράγματα, οριστικά αυτή τη φορά.
Ο Γουό ζήτησε τη γνώμη των πνευματικών καθοδηγητών του για την εμπειρία του με τις σκιές και την πόρτα, και εκείνοι τον συμβούλεψαν με σιγουριά, να μην πλησιάσει την πόρτα, γιατί οδηγούσε στο θάνατο. Και μακριά από την επιγραφή γιατί ήταν αμαρτία. Ο Γουό συμμορφώθηκε πλήρως με τις οδηγίες των καθοδηγητών του.
Η υπόλοιπη ζωή του κύλησε ήρεμα, και ο Γουό ήταν ικανοποιημένος που είχε καταφέρει με τις προσευχές του να κερδίσει την πολυπόθητη ασφάλεια, και που ο Θεός τον άκουγε και τον προστάτευε.
Στα 50 του ο Γουό αρρώστησε και πέθανε. Χωρίς καλά-καλά να έχει συνειδητοποιήσει τι συνέβαινε, άρχισε να απομακρύνεται από το υλικό του σώμα που ήταν ξαπλωμένο στο κρεβάτι του, και τότε εμφανίστηκαν εκείνες οι σκιές που είχε δει στο δωμάτιο πριν πολλά χρόνια. Αναγνώρισε ότι ήταν δύο φωτεινές οντότητες, υπέρλαμπρες και μεγαλοπρεπείς, που μόνο φόβο δεν του προκαλούσαν.
Οι δύο οντότητες τον πήραν από το χέρι και τον οδήγησαν στην πόρτα με την επιγραφή, που τον είχε τρομάξει παλαιότερα. Μόλις άνοιξε η πόρτα, βρέθηκαν σε ένα διάδρομο με πολλές άλλες πόρτες. Ο Γουό ποτέ δεν είχε φανταστεί ότι το σπίτι που έμενε ήταν τόσο μεγάλο.
Ο Γουό ζήτησε να ανοίξει η πρώτη πόρτα, και έμεινε έκπληκτος με το θέαμα που αντίκρισε. Ένα δωμάτιο γεμάτο πλούτη και αμύθητους θησαυρούς, χρυσό, διαμάντια και πολύτιμους λίθους! Όταν ρώτησε τι ήταν αυτό το μέρος, η μία οντότητα του απάντησε: «Είναι το δωμάτιο της αφθονίας σου, αν είχες επιθυμήσει να μπεις. Σου ανήκει και θα είναι πάντα εδώ για σένα.»
Το επόμενο δωμάτιο που διάλεξε ο Γουό να μπει, ήταν το δικό του δωμάτιο της γαλήνης, αν είχε επιθυμήσει να μπει, όπως τον ενημέρωσαν οι οδηγοί του. Πράγματι, όταν πέρασε μέσα, τον αγκάλιασε μία γλυκιά, λευκή ομίχλη, και αμέσως αισθάνθηκε την πιο βαθειά γαλήνη που είχε νοιώσει ποτέ του. Τώρα ήξερε ότι δεν θα φοβόταν ποτέ πια ξανά.
Πέρασε από πολλά δωμάτια με ποικίλες επιγραφές στην πόρτα: Θεραπεία, Χαρά, Συμβόλαιο, ονόματα παιδιών που δεν γεννήθηκαν, ακόμη και «Παγκόσμιος Ηγέτης» έγραφε μία επιγραφή. Όλα όσα θα μπορούσε να επιλέξει, αν το είχε επιθυμήσει.
Άλλο ένα δωμάτιο του τράβηξε την προσοχή. «Τι υπάρχει σ΄ αυτό το δωμάτιο;» ρώτησε τις φωτεινές οντότητες. «Εκεί μόνο εσύ μπορείς να μπεις» του απάντησαν. Μόλις πέρασε μέσα, λούστηκε με χρυσό φως, κι έτσι μαγικά, ήξερε τι ήταν αυτό που αντίκρισε μέσα στο δωμάτιο. Ήταν η ουσία του εαυτού του, το παρελθόν και το μέλλον του, η φώτισή του. Ήταν όλη του η ύπαρξη, το πνεύμα και η αγάπη. Και ο Γουό κατάλαβε! Έμεινε εκεί μέσα πολλή ώρα, και έκλαψε από χαρά για την αλήθεια που ξεδιπλωνόταν μπροστά του και μέσα του.
Βγαίνοντας από τον διάδρομο, γύρισε και κοίταξε την επιγραφή στην πόρτα από όπου είχε πρωτομπεί, που είχε φοβηθεί να διαβάσει όταν ήταν στη ζωή. Έγραφε το όνομά του! Το αληθινό του όνομα. Και οι οντότητες που επίσης είχε φοβηθεί και είχε ζητήσει από τον Θεό να τις κρατήσει μακριά του, ήταν οι δικοί του άγγελοι οδηγοί. Αυτοί ήταν κοντά του από την ώρα που γεννήθηκε, με άπειρη αγάπη, σεβασμό και τιμή για την ενσάρκωση και τις επιλογές του. Γι' αυτό και αποσύρθηκαν όταν το ζήτησε από φόβο. Αλλά συνέχισαν να τον αγαπούν και να τον τιμούν, χωρίς επίκριση.
Ο Γουό είχε πια καταλάβει. Θυμόταν τα πάντα. Πλημμυρισμένος από αγάπη και ευγνωμοσύνη, αποχαιρέτησε τους αγγέλους οδηγούς του και συνέχισε μεγαλοπρεπής και αγέρωχος. Ήταν πλέον πολύ περισσότερα από Γουό. Ήταν μία υπέρλαμπρη συμπαντική οντότητα, που επέστρεφε επιτέλους στην Εστία της!
Από το βιβλίο:
«Παραβολές-Ιστορίες που ζεσταίνουν μικρές και μεγάλες καρδιές», Εκδόσεις ΚΡΥΩΝ-2004