Μια Χριστουγεννιάτικη ευχή
Ένα παραμύθι αλλιώτικο από τα άλλα...
Η μικρή Τσίουι ζούσε αόρατη απ’ το καλό και το κακό στα σύνορα νερού κι αέρα, στην απέραντη θάλασσα. Κατώφλι της συνείδησης, το ονομάζουν κάποιοι αυτό το μέρος, άλλοι το λένε ανυπαρξία. Μα όπως κι αν το λένε, πήγαινε πολύς καιρός από τότε που η Τσίουι ούτε κουνιόταν, ούτε μίλαγε, απλά άκουγε, έβλεπε ανάσαινε και προσευχόταν, μισοβυθισμένη στην μήτρα των πάντων.
Για παρέα είχε τα παιχνιδιάρικα δελφίνια, τα παιδιά του ουρανού και την αλμύρα. Που και που την επισκέπτονταν κι ένας ιππόκαμπος μα αυτός ήθελε κουβέντα και κάποια στιγμή απηύδησε.
-Γιατί δεν μου είπες ότι είσαι μουγκή;
Κι έφυγε παρέα με μια ζαργάνα, που ήξερε όλα τα κουτσομπολιά της θάλασσας κι έτυχε να περνά από εκεί.
Οι μέρες και τα χρόνια περνούσαν, με την μικρή Τσίουι να πλέει ακίνητη στην κρυψώνα της. Τα φύκια βολεύτηκαν στο κορμί της κι έγιναν κουρτίνες που ανοιγόκλειναν στο ουράνιο φως, ένα ζωντανό κουκούλι με τις προσευχές της αγκιστρωμένες πάνω τους. Κάθε βράδυ, μια προσευχή ξεθάρρευε και ξεκίναγε το ταξίδι της στο άπειρο, μα κι αυτές με τα χρόνια σώθηκαν, στέρεψαν κι έμεινε μόνον η τελευταία, μια μικρούλα που καλά-καλά δεν μπορούσε να πετάξει.
Όμως ο άνεμος την σήκωσε ψηλά, πολύ ψηλά, μέχρι που έφτασε στην θεά του Έρωτα, το άστρο της ανατολής.
-Ω, μα τι έχουμε εδώ; Μια τόση δα προσευχούλα που ψάχνει την αγάπη, είπε στον καθρέφτη της.
Κι η Αφροδίτη βέβαια δεν μπορούσε να μείνει ασυγκίνητη για ένα θέμα που ήταν της δικής της αρμοδιότητας. Ντύθηκε, στολίστηκε κι ύστερα ρίχτηκε στην θάλασσα, μεταμορφωμένη σε κύμα.
Γύρω της έπαιζαν και τραγουδούσαν δέκα χιλιάδες Έρωτες, μα σαν σίμωνε την μικρή Τσίουι τους διέταξε να σωπάσουν.
Την αγκάλιασε και εκείνη ρίγησε. Τα φύκια παραμέρισαν, οι ερμητικά κλειστές πύλες άνοιξαν και η αγάπη τρύπωσε στην καρδούλα της Ένιωσε την πνοή της ζωής να πλημμυρίζει τα σφραγισμένα μέλη της και μέσα σε μια στιγμή το πικρό παρελθόν της σβήστηκε Έκπληκτη ορθώθηκε μέσα στο νερό και αναρωτήθηκε φωναχτά.
"Μα τι θαυμαστό μου συμβαίνει;"
Ήταν η πρώτη φορά που μίλησε μετά από πολλά-πολλά χρόνια. Τότε ήταν που οι μύριοι Έρωτες ξανάρχισαν να τραγουδούν, γεμίζοντας τον ουρανό καρδούλες και τριαντάφυλλα. Κι ένα ηχοκαρδουλίνι την έπιασε απ’ το χέρι και την έντυσε με ένα όμορφο κοραλλένιο φόρεμα.
Λες και λύθηκαν κάποια μάγια, αμέσως σχεδόν, ένα αστέρι έπεσε απ’ τον ουρανό και… πλαφ! Έγινε μια όμορφη βασιλική καραβέλα κι η Τσίουι βρέθηκε πάνω της χωρίς να καταλάβει πως, περικυκλωμένη από χαρούμενα ματάκια και παιδικές φωνούλες. Ήταν τα όνειρά της που τα νόμιζε για πεθαμένα, αλλά ήταν ολοζώντανα και πιασμένα σαν τσαμπιά στο φως των αστεριών.
Στην γέφυρα του πλοίου έστεκε ένα αγόρι, που αντί για ρούχα φορούσε την τελευταία προσευχή της. Μα για δες πώς μεγάλωσε μέσα σε μια νύχτα… Η ουρά της χάνονταν στα βάθη του ορίζοντα σαν φωτεινό ουράνιο τόξο.
Το αγόρι υποκλίθηκε μπροστά της και της συστήθηκε με την γλώσσα της καρδιάς: "Είμαι ο μικρός Πουφ, που δεν είναι πια μικρός. Είμαι η ευχή σου, είσαι η ευχή μου. Αγάπη μου, σε έψαχνα καιρό, σε κάθε σπιθαμή του σύμπαντος, συνάντησα πολλές που νόμισα πως ήσουν εσύ, πλανεύτηκα από μάγισσες και τα δικά μου φαντάσματα, μα ποτέ δεν απελπίστηκα. Και τώρα που σε βρήκα δεν σε αφήνω."
Και η μικρή προσευχή που μεγάλωσε συμφώνησε, το ίδιο και η Τσίουι, που άρχισε να κλαίει από ευτυχία. "Μα γιατί άργησες τόσο; Γιατί άργησα τόσο;" Αγκαλιάστηκαν, φιλήθηκαν με πάθος κι έκαναν έρωτα στο φως των αστεριών. Κάπου εκεί ανάμεσά τους η Θεά του Έρωτα χαμογελούσε λαμπερή και ικανοποιημένη.
"Ουπς… παραλίγο να το ξεχάσω", είπε. Και κουνώντας τον μαγικό ποπό της, η καραβέλα μεταμορφώθηκε σε σπιτοκαρδουλίνι και τα παιδάκια σε πουλιά, που θα έμεναν για πάντα στον κήπο του για να τραγουδούν στην Τσίουι και τον Πουφ.
Όσο για την τελευταία μικρή προσευχή που μεγάλωσε -νομίζω ότι ήρθε η ώρα να σου το πω- είμαι εγώ που σου τα διηγούμαι όλα αυτά. Τα ξέρω από πρώτο χέρι, βλέπεις κι ένα τελευταίο έχω να σου πω σε σένα που διαβάζεις, νοιώθεις, πετάς, ελπίζεις: Όσο η καρδιά σου παραμένει αγνή θα είμαι πάντα εκεί για να εκπληρωθώ.
Διάβασε επίσης: Ερωτικές Προβλέψεις 2021 ανά δεκαήμερο από τον Γιάννη Ριζόπουλο