Ο Αλέξης δεν μένει πια εδώ...

...κι απέμεινες να θρηνείς πάνω στο πεθαμένο όνειρό σου...

Ο Αλέξης δεν μένει πια εδώ...

Τον μεγάλωσες όπως και πολλά από τα παιδιά σου μέσα σε δυσκολίες. Προσπάθησες για να μην του λείψει τίποτα, τον σπούδασες και τον καμάρωνες. Τον έμαθες να αγαπά το φτωχικό σας που ήταν κτισμένο από Ιστορία αλλά και τους ξωμάχους που συχνά έβρισκαν καταφύγιο στον μικρό σας κήπο.

Κι όταν ήρθαν οι δύσκολοι καιροί, ο Αλέξης έγινε η μεγάλη σου ελπίδα.
Οι έμποροι των εθνών έβαλαν στο μάτι το σπίτι σου γιατί λέει χρωστούσες πολλά. Κι επειδή όπως έλεγαν ήταν... μεγαλόκαρδοι, θα μπορούσαν απλά να σου φορτωθούν στο σβέρκο, να τρώνε και να πίνουν απ' το βιός σου κι εσύ να γίνεις μια παραδουλεύτρα, να τους υπηρετείς ολημερίς κι οληνυχτίς, μέχρι να ξεχρεώσεις, στον αιώνα των άπαντα δηλαδή...
Ευτυχώς όμως είχες τον Αλέξη σου.

«Μάνα» σου έλεγε χαμογελώντας, «μην ανησυχείς θα το σώσουμε και θα το φτιάξουμε το σπιτάκι μας. Να δες, εκεί που τώρα κρέμονται οι σοβάδες και βασιλεύει η σκοτεινιά, θα ανοίξω ένα μεγάλο παραθύρι για να μπαίνει ο ήλιος και να σε λούζει με το φως του.
Κι ο κήπος μας θα γίνει όπως τον θες, ανοιξιάτικος, καταπράσινος, να παίρνει ζωή απ' τις χαρούμενες παιδικές φωνές. Τα παιδιά μας, μάνα, τα παιδιά σου θα είναι ελεύθερα.»

Αυτός ήταν ο Αλέξης σου. Τον άκουγες κι αγαλλίαζε η ψυχή σου. Τον πίστευες, ήθελες να τον πιστέψεις γιατί σου έδινε ζωή.
Μα στην πήρε μονομιάς.

Όταν ήρθε η ώρα για το ραντεβού του με τους εμπόρους των εθνών, τον ξεπροβόδισες με την ευχή της μάνας. Φοβόσουν γιατί ήξερες με τι τομάρια είχε να κάνει αλλά κάτι μέσα σου έλεγε πως θα τα καταφέρει. Του έδωσες κιόλας ένα μεγάλο ΟΧΙ για φυλακτό και τον ορμήνεψες, πως αν δεν έβγαζε άκρη με δαύτους να τους παρατούσε και να γύριζε σπίτι. Την φτώχια δεν την φοβήθηκες ποτέ, τον εξευτελισμό δεν άντεχες...

Μα, όταν γύρισε, ο Αλέξης σου είχε γίνει ένα άδειο σακί. Άδειο από περηφάνια, άδειο από όραμα, άδειο από ελπίδα.
«Μάνα σου έφερα τη συμφωνία, ψέλλισε με το βλέμμα χαμηλωμένο. Αυτή μπόρεσα, αυτή σου έφερα. Ξέρεις... δεν γινόταν αλλιώς...»

Με τα τρεμάμενα χέρια σου την πήρες να τη διαβάσεις, μα οι λέξεις της ήταν φίδια που σε αλυσοδέσανε. Απ' τις σελίδες της ανάβλυζε το αίμα των αγέννητων παιδιών σου.

«Τι έκανες γιε μου; Πάψε!... Φύγε!»

Κι απέμεινες να θρηνείς πάνω στο πεθαμένο όνειρό σου, το χάιδευες, το φίλαγες του μιλούσες σαν να 'ταν ζωντανό μα εκείνο δεν σάλευε.. Ακίνητο και άψυχο σαν τα ντουβάρια σου.
Ήξερες ότι σύντομα θα 'ρχονταν οι κλητήρες για να στα αρπάξουν κι αυτά. Θα ξεχέρσωναν και τον μικρό σου κήπο για να χτίσουν στη θέση του ένα από εκείνα τα απαστράπτοντα μέγαρα της νέας εποχής, μια μεγάλη «τράπεζα ψυχών».

Έγειρες απελπισμένη στο γιατάκι σου. Τι θα απογίνω η δόλια; Τα δάκρυα σου πότισαν τους τοίχους κι ένα μανιάτικο μοιρολόι στόλισε τον επιτάφιο σου.
Άραγε, υπάρχει Ζωή μετά τον θάνατο; Γιατί αυτή ήταν πια η μόνη σου ελπίδα.

Πέρασαν ώρες κι όταν ο ήλιος ανέτειλε ξανά βρήκες το κουράγιο να συρθείς μέχρι την πόρτα σου. Ύστερα πήρες κι έγραψες με μεγάλα γράμματα:
Ο ΑΛΕΞΗΣ ΔΕΝ ΜΕΝΕΙ ΠΙΑ ΕΔΩ

Σχετικά άρθρα

Το αυριανό σου «Όχι»

©2011-2024 Astrology.gr - All rights reserved