Οι προβλέψεις και η οδύσσεια των προγνωστικών μεθόδων
από το Β. Παπαδολιά
Στην εποχή μας ζούμε μία νέα άνθηση της αστρολογίας. Άνθηση τόσο από την πλευρά της εξάπλωσης της όσο και από πλευράς παραγωγής νέων αστρολογικών μεθόδων. Από μία άποψη θα μπορούσαμε να συγκρίνουμε το 19ο και τον 20ο αιώνα σαν την Αναγέννηση της Αστρολογίας μετά τους δύο αιώνες του Διαφωτισμού που για την Αστρολογία ήταν ένας αντίστοιχος «Μεσαίωνας».
Στο πλαίσιο του να διδάξει κανείς ένα νέο σπουδαστή τις αστρολογίας αστρολογικές μεθόδους, ένα ζήτημα που συχνά προκύπτει είναι ποιες από όλες τις αστρολογικές μεθόδους που υπάρχουν είναι τελικά έγκυρες για την πρόβλεψη γεγονότων. Ειδικά μάλιστα που με την εξάπλωση του internet ο μέσος σπουδαστής έρχεται αντιμέτωπος με διάφορους μεθοδολογικούς πειραματισμούς, που είναι καθόλα αποδεκτοί, εφόσον τον έβρισκαν όμως προετοιμασμένο να τις κατανοήσει.
Ιστορικά πρέπει να πούμε ότι ελάχιστοι (ακόμα και αστρολόγοι) ξέρουν ότι οι προγνωστικές μέθοδοι δεν υπήρξαν πάντοτε αγαπημένα αδελφάκια. Στα μέσα του 17ου αιώνα ήταν πασίγνωστη στους Αστρολόγους της Εποχής η «ανατρεπτική» για την εποχή άποψη του Πλάσιντους ότι οι προβλέψεις πρέπει να γίνονται με πρωτεύουσες και δευτερεύσουσες κατευθύνσεις (για τις οποίες είχε εφεύρει και το αντίστοιχο σύστημα οικοθεσίας, στο οποίο δούλευαν αρτιότερα). Το «κατεστημένο» της εποχής της Γαλλικής Αστρολογίας (η Γαλλία ήταν η Υπερδύναμη της Εποχής) απέρριπτε αυτές τις ανατρεπτικές μεθόδους, υποστηρίζοντας ότι οι Επιστροφές ήταν η σωστή μέθοδος πρόβλεψης όπως γινόταν τις τελευταίες εκατοντάδες χρόνια.
Αλλά και στα μέσα του 20ου αιώνα η σχολή της Κοσμοβιολογίας απέρριψε σειρά μεθοδολογικών στοιχείων της κλασσικής αστρολογίας, όπως οι ευνοϊκές όψεις και εξάπλωσε τη μεθοδολογία του Ηλιακού Τόξου. Η διαμάχη των αστρολογικών σχολών συνεχίζεται ακόμη και σήμερα για το αν τελικά οι «μαλακές» όψεις φέρνουν αποτελέσματα, ενώ η ακριβής σημασία των προβλεπομένων από τη μέθοδο του Ηλιακού Τόξου σε σχέση με τις άλλες μεθόδους πρόγνωσης ακόμα συζητείται.
Στο πλαίσιο αυτό προστίθενται μπροστά στα μάτια του σπουδαστή και ένα πλήθος άλλων μεθόδων όπως οι αρμονικές, οι συζεύξεις αστρικού/τροπικού, τα μεσοδιαστήματα και πολλά άλλα.
Αποτέλεσμα αυτής της πληθώρας μεθόδων είναι ότι ο σπουδαστής τελικά αναρωτιέται, γιατί μας χρειάζονται όλες αυτές οι μέθοδοι και πώς τις διακρίνουμε. Η αλήθεια είναι ότι έχει γίνει προσπάθεια να υπάρξουν συνθέσεις, που να ενσωματώνουν σε ένα οικοδόμημα όλες τις μεθόδους, αλλά ακόμα είμαστε μακριά από το να έχουμε μία ενιαία θεωρία.
Οι περισσότεροι παραδέχονται για παράδειγμα πλέον ότι οι δευτερεύουσες κατευθύνσεις (το λεγόμενο προοδευτικό) αφορούν συνήθως εσωτερικές τάσεις αλλαγής που προέρχονται από μας. Όμως δεν υπάρχει αντίστοιχη ομοφωνία ως προς τη χρήση των διελεύσεων και του ηλιακού τόξου.
Μήπως τελικά αυτή η προσπάθεια ενσωμάτωσης των πάντων σε μία ενιαία θεωρία είναι κάτι ανέφικτο; Μήπως θα πρέπει να αναγνωρίσουμε απλά ότι υπάρχουν διαφορετικές κατευθύνσεις στην εξάσκηση της αστρολογικής τέχνης; Άλλωστε σπανίως καταφέρνει ένας αστρολόγος να εξετάσει όλες τις μεθόδους για να φτάσει σε κάποιο συμπέρασμα. Στην πράξη καθένας από μας έχει κάποιες προτιμήσεις στην εξάσκηση της τεχνικής του.
Η αλήθεια είναι ότι οι σχολές και οι τεχνικές της αστρολογικής πρόβλεψης σήμερα διακρίνονται λίγο ως πολύ σε τρεις κατευθύνσεις:
1. Την σχολή του προοδευτικού χάρτη, που δίνει έμφαση στις διελεύσεις, τον προοδευτικό και τη σχέση των δύο με το γενέθλιο
2. Τη σχολή των επιστροφών, που βασίζεται στις ηλιακές και τις σεληνιακές επιστροφές, τις σχέσεις μεταξύ τους και με το γενέθλιο χάρτη ή τις διελεύσεις
3. Τη σχολή του ηλιακού τόξου και των μεσοδιαστημάτων, που βασίζονται στη σχέση αυτού του χάρτη με το γενέθλιο και τις ενεργοποιήσεις των μεσοδιαστημάτων του γενέθλιου χάρτη, είτε από διέλευση, είτε από ηλιακό τόξο
Αυτές οι τρεις σχολές, άσχετα, αν υπάρχουν κάποιου είδους οσμώσεις μεταξύ τους, θα ήταν καλό να αποτελούν μία διακριτή κατανομή μέσα μας, προκειμένου να έχουμε μία ξεκάθαρη εικόνα τι ακριβώς προσπαθούμε να κάνουμε κάθε φορά. Και προκειμένου να μπορούμε να αξιολογήσουμε την αποτελεσματικότητα τους με συγκριτικό τρόπο, βλέποντας στις ίδιες καταστάσεις και γεγονότα τι δείχνει η μία και τι η άλλη μέθοδος.
Με τον τρόπο αυτό θα έχουμε τη δυνατότητα να είμαστε πιο ξεκάθαροι απέναντι σε αυτούς που μαθαίνουν αστρολογία αυτή την εποχή και να δημιουργούμε λιγότερη σύγχυση στην ανάπτυξη των αστρολογικών δεξιοτήτων τους.
Ανάλογες διακρίσεις φυσικά μπορούν να γίνουν και σε πιο λεπτομερειακό επίπεδο, προκειμένου να απαντηθούν επιμέρους ερωτήματα όπως: Οι διελεύσεις τελικά αφορούν ψυχολογικά ζητήματα ή απλά γεγονότα; Διελεύσεις παρακολουθούμε μόνο στο γενέθλιο ή και πάνω στους χάρτες των προόδων; Ποια είναι η σχέση των διελεύσεων με τις επιστροφές; Υπάρχουν πρόοδοι στις επιστροφές; Και άλλα πολλά, τα οποία όμως ξεφεύγουν του χώρου και της δυνατότητας ανάπτυξης του παρόντος άρθρου.
Με την παρουσίαση αυτή ελπίζουμε να δώσαμε κάποια ερεθίσματα προβληματισμού όμως για την πιο επισταμένη διερεύνηση του θέματος και την πιο σοβαρή συγκριτική μελέτη των μεθόδων. Αυτό θα μπορούσε να αποτελέσει αφορμή για την έναρξη μίας προσπάθειας που να περικλείει τέτοιες μελέτες και να οδηγήσει σε κάποια αποτελέσματα.
Ευχόμαστε καλή επιτυχία προς αυτή την κατεύθυνση.