Το ηλιακό τόξο
από την Κοραλλία Μόζορα
Το ηλιακό τόξο χρειάστηκε 17 αιώνες για να αναπτυχθεί και να τελειοποιηθεί αφού έπρεπε να περιμένει την ανάπτυξη των μαθηματικών και της αστρονομίας για να μπορούν να γίνουν οι ακριβείς υπολογισμοί που απαιτεί.
Την μεγαλοφυή σύλληψη της ιδέας στην οποία βασίζεται το ηλιακό τόξο είχε ο αρχαίος Έλληνας αστρολόγος Κλαύδιος Πτολεμαίος. Την εποχή του Πτολεμαίου ήταν σε χρήση ακόμα το σεληνιακό βαβυλωνιακό ημερολόγιο. Το ημερολόγιο αυτό βασιζόταν στην κίνηση της Σελήνης, δηλαδή στον χρόνο που χρειάζεται η Σελήνη για να κάνει μια πλήρη περιστροφή του ζωδιακού κύκλου κι επομένως το βαβυλωνιακό έτος είχε 360 μέρες. Έτσι, στην αντίληψη των Βαβυλωνίων μια μέρα αντιστοιχούσε σε μια μοίρα του ζωδιακού κύκλου.
Ο Πτολεμαίος προχώρησε την αντίληψη των Βαβυλωνίων ότι μια μοίρα ισούται με μια μέρα με την ιδέα ότι μια μοίρα ισούται (συμβολικά) με ένα χρόνο στην ζωή ενός ατόμου. Έτσι, ο Πτολεμαίος συνέλαβε ένα είδος τόξου, που αργότερα ονομάστηκε «πρωτεύουσες κατευθύνσεις», δημιουργώντας έτσι το πρώτο προγνωστικό σύστημα, εκτός από τις διελεύσεις και τις εκλείψεις που χρησιμοποιούσε κυρίως η αστρολογία έως τότε.
Όμως ο Πτολεμαίος δοκίμασε την ιδέα του αυτή μόνο στο Μεσουράνημα και μάλιστα στον πραγματικό χρόνο που χρειάζεται το Μεσουράνημα για να διανύσει μια μοίρα στον ζωδιακό, δηλαδή κάθε 4 λεπτά περίπου. Έτσι, τα πρώτα 4 λεπτά από την γέννηση ενός ατόμου αντιστοιχούσαν στον πρώτο χρόνο ζωής του, από 4 έως 8 λεπτά από την γέννηση αντιστοιχούσαν στον δεύτερο χρόνο ζωή του κ.λπ. Αν το Μεσουράνημα στην κίνηση του αυτή έκανε όψη μ’ ένα γενέθλιο πλανήτη, η όψη αυτή έδειχνε ένα γεγονός που θα συνέβαινε στην ζωή του ατόμου στα χρόνια που αντιστοιχούσαν στις μοίρες, δηλαδή αν η όψη γινόταν στις 4 μοίρες το γεγονός θα συνέβαινε στα 4 χρόνια του ατόμου.
Η ιδέα αυτή του Πτολεμαίου δεν μπορούσε να εφαρμοστεί σωστά την εποχή εκείνη γιατί δεν μπορούσε να υπολογιστεί με ακρίβεια η ώρα γέννησης ούτε και με ακρίβεια η γενέθλια θέση του Μεσουρανήματος. Παράλληλα, με το σύστημα αυτό, οι πρώτες ώρες από την γέννηση κάλυπταν ολόκληρη την ζωή ενός ατόμου και η κίνηση του Μεσουρανήματος ήταν περιορισμένη για να δείξει όλα τα σημαντικά γεγονότα στην ζωή ενός ατόμου. Παρόλο που η ιδέα του στο μέλλον θα απέδιδε καρπούς, ο ίδιος δεν μπορούσε να λύσει τα προβλήματα αυτά.
Στους αιώνες που ακολούθησαν οι αστρολόγοι συνέχισαν να πειραματίζονται πάνω στην ιδέα αυτή του Πτολεμαίου. Στο μεταξύ το σεληνιακό ημερολόγιο αντικαταστάθηκε από το ηλιακό, δηλαδή από τον χρόνο που χρειάζεται ο Ήλιος για να κάνει μια πλήρη περιστροφή του ζωδιακού κύκλου, φαινομενικά παρατηρώντας τον από την Γη. Ο Ήλιος διανύει περίπου μια μοίρα κάθε μέρα στον ζωδιακό κι έτσι η ιδέα του Πτολεμαίου ότι μια μοίρα ισούται μ’ ένα χρόνο άρχισε να εφαρμόζεται στον Ήλιο αντί στο Μεσουράνημα, γι’ αυτό και ονομάστηκε τώρα ηλιακό τόξο.
Έτσι, τώρα οι αστρολόγοι πρόσθεταν μια μοίρα στην γενέθλια θέση του Ήλιου για κάθε χρόνο ζωής του ατόμου. Αν ο Ήλιος έκανε, για παράδειγμα, μια όψη μ’ ένα γενέθλιο πλανήτη στις 34 μοίρες αυτή η όψη θα έδειχνε ένα γεγονός που θα συνέβαινε στα 34 χρόνια του ατόμου. Ενώ όμως με τον τρόπο αυτό το ηλιακό τόξο έγινε λειτουργικό και άρχισε να χρησιμοποιείται κανονικά, εξακολουθούσε να παρουσιάζει προβλήματα ακρίβειας επειδή η κίνηση του Ήλιου δεν είναι ακριβώς μια μοίρα κάθε μέρα αλλά σε ένα μέρος του ζωδιακού κινείται πιο γρήγορα και σε ένα άλλο πιο αργά. Έτσι, ενώ στην αρχή της ζωής του ατόμου δούλευε ικανοποιητικά, όσο μεγάλωνε το άτομο άρχιζαν να παρουσιάζονται αποκλίσεις ανάμεσα στις όψεις του τόξου και τον χρόνο εκδήλωσης των γεγονότων επειδή μεγάλωνε κάθε χρόνο και η διαφορά ανάμεσα στην μια μοίρα που χρησιμοποιούσαν και την πραγματική ημερήσια κίνηση του Ήλιου. Μέχρι να φτάσει ένα άτομο περίπου στα 60 χρόνια του, η απόκλιση αυτή μπορούσε να φτάσει στα 2 και 3 χρόνια.
Μια λύση στο πρόβλημα αυτό προσπάθησε να δώσει ο μεγάλος μαθηματικός του 17ου αιώνα Valentino Noboda ή Naibod όπως είναι πιο γνωστός. Ο Naibod ήξερε ότι η ημερήσια κίνηση του Ήλιου κυμαίνεται από 0.57΄ έως 1ο. 01΄ κι έτσι σκέφτηκε να πάρει ως τόξο την μέση ημερήσια κίνηση του Ήλιου που είναι 59΄.08΄΄. Η ιδέα του είχε μεγάλη απήχηση επειδή ήταν απλή στην χρήση της και έδινε καλύτερα αποτελέσματα από το μια μοίρα ένας χρόνος.
Το επόμενο σημαντικό βήμα στην ιστορία του ηλιακού τόξου σημείωσε ο μεγάλος Άγγλος αστρολόγος Σεφαριάλ στα τέλη του 19ου αιώνα όταν σκέφτηκε να προσθέσει το τόξο του Naibod (59΄.08΄΄) όχι μόνο στην γενέθλια θέση του Ήλιου όπως γινόταν μέχρι τότε αλλά σε όλους τους γενέθλιους πλανήτες και ακμές. Άρχισε να εφαρμόζει την ιδέα αυτή στο σύστημα οικοθεσίας του Placidus και μετά τα θεαματικά αποτέλεσματα που είχε διαθόθηκε ευρέως η εφαρμογή αυτή του ηλιακού τόξου.
Παρόλο όμως που με το τόξο του Naibod βελτιώθηκε η ακρίβεια του ηλιακού τόξου, το πρόβλημα της ακρίβειας δεν λύθηκε εντελώς αφού εξακολουθούσαν να δημιουργούνται αποκλίσεις με την πάροδο του χρόνου. Το ηλιακό τόξο έφτασε στην μεγαλύτερη εξέλιξη και ακρίβεια του στις αρχές του 20ου αιώνα, χωρίς να ξέρουμε ακριβώς πότε και από ποιον. Τελειοποιήθηκε όταν άρχισε πια να υπολογίζεται η ακριβής ημερήσια κίνηση του Ήλιου για κάθε χρόνο ξεχωριστά και σε κάθε χάρτη ξεχωριστά. Αυτή η ακριβής ημερήσια κίνηση του Ήλιου πρέπει να προστίθεται σε όλους τους γενέθλιους πλανήτες και ακμές.
Παράλληλα, μέσα στον 20ο αιώνα, ένας άλλος μεγάλος αστρολόγος, ο C.E.O. Carter, έθεσε τα τέσσερα κριτήρια που πρέπει να τηρεί ένα προγνωστικό σύστημα κατευθύνσεων της αστρολογίας για να θεωρείται έγκυρο. Τα τέσσερα κριτήρια εγκυρότητας είναι:
1. Να μην συμβαίνει σημαντικό γεγονός στην ζωή ενός ατόμου χωρίς να υποδεικνύεται από συγκεκριμένη όψη στο σύστημα κατευθύνσεων
2. Να μην υπάρχει όψη στο σύστημα κατευθύνσεων χωρίς να συνοδεύεται από σημαντικό γεγονός στην ζωή ενός ατόμου
3. Τα γεγονότα και οι όψεις να συμπίπτουν χρονικά
4. Η όψη των κατευθύνσεων να είναι της ίδιας φύσης με το γεγονός
Το τελειοποιημένο πια ηλιακό τόξο δοκιμάστηκε σ’ όλο τον 20ο αιώνα και αφού πέρασε με επιτυχία τα πιο πάνω κριτήρια θεωρείται σήμερα ένα από τα πιο έγκυρα και διαδεδομένα συστήματα αστρολογικής πρόγνωσης.