Αστρολογικό δελτίο για όλα τα ζώδια, από 17/11 έως 21/11
Με τα μάτια στραμμένα στο παρελθόν
Μετά τον Πλούτωνα, ο Χείρωνας...
Ο Άρης συνεχίζει το ταξίδι του στον ζωδιακό κι εσύ κατακλύζεσαι από μνήμες, που νόμισες πως ο πόνος τους έχει ξεθωριάσει.
Το προστατευτικό κέλυφός σου σκίζεται και ήχοι-ξυραφιές σε διαπερνούν. Το αίμα σου αναβλύζει μέσα από την Ιστορία σου..
Λαχταράς μια νέα ζωή αλλά τα έργα των προγόνων σου σε στοιχειώνουν, φέρνοντας το «χτες» στο σήμερα.
Ξαναζείς την ημέρα που εξορίστηκες από τον παράδεισό σου
Τότε που η συνείδησή σου ύψωσε το πρώτο της «γιατί», ένα κλάμα που ήταν και η πρώτη σου ανάσα στον καινούριο κόσμο σου, το απαράλλακτο μοτίβο του ξεριζωμού σου.
Ήταν όμως φανερό ότι αυτός ο νέος κόσμος που σε έφεραν με το ζόρι υπέφερε από φρικτές αδυναμίες που με ευκολία φόρτωνε σε ξένες πλάτες. Τις δικές σου, μα και όλων των υπολοίπων. Ένοιωσες να σε πνίγει το άδικο, μα κάθε φορά που τολμούσες να αντιδράσεις, απαιτώντας να πάρεις πίσω την κλεμμένη ευτυχία σου, σε πότιζαν με το φαρμάκι της λογικής. Έτσι ονομάτιζαν την βασίλισσα του κόσμου τους.
Κι όσο εσύ τους απευθυνόσουν με την καρδιά σου, τόσο εκείνοι την απαξίωναν.
Σου έλεγαν ότι θα μεγαλώσεις και θα μάθεις. Τι θα μάθαινες; Πώς ξεριζώνουν την γαλήνη, πώς σκοτώνουν την ευτυχία, πώς γίνεσαι δυστυχισμένος…
Έκαναν τα πάντα για να ξεχάσεις ή πιο σωστά αντάλλαξαν τις μνήμες σου με δικές τους, τις «καθώς πρέπει». Η ζώσα φαντασία σου φυλακίστηκε κι αυτή σε δομές και σχήματα.
Πριν ένοιωθες το σκίρτημα της πεταλούδας και την ζωή που κρύβεται σε ένα τόσο δα σποράκι, αφουγκραζόσουν την ίδια τη γη, τον άνεμο και τα νερά που ταξίδευαν τους θρύλους σου. Τώρα πια όμως έπρεπε να μιμηθείς τον φωτεινό παντογνώστη, που ύπουλα σου σέρβιραν σε μια ημέρα γιορτής.
Τα δικά σου παραμύθια, δεν τα άκουγαν καν γιατί ήταν γραμμένα στη γλώσσα της καρδιάς σου. Δεν είχαν ούτε συντακτικό, ούτε γραμματικούς κανόνες. Σε φόρτωσαν όμως με δικά τους παραμύθια, μια πλούσια τροφή για τον εγκέφαλο σου, όπως έλεγαν. Η Κοκκινοσκουφίτσα, ο Κοντορεβυθούλης, η Χιονάτη και οι εφτά νάνοι, η Σταχτοπούτα δεν ήταν παρά απομιμήσεις της γνήσιας φαντασίας σου. Ήταν κατασκευάσματα του μυαλού των «μεγάλων», γεμάτα σοφίες και διδαχές.
Με άλλοθι ένα κάποιο happy end, διηγούνταν περιπέτειες γεμάτες φθόνο ζήλια και κακία. Ό,τι ακριβώς περιείχε το μυαλό τους και δεν μπορούσαν να το νικήσουν εύκολα. Για παρηγοριά λοιπόν, έβαζαν το «καλό» να θριαμβεύει επάνω στο «κακό» κι ήταν όλοι ευχαριστημένοι.
Οι κατασκευασμένες φιγούρες διδαχής έγιναν οι σύντροφοι των παιδικών σου χρόνων, των χρόνων που άρχισε η μεγάλη σφαγή της ενσυναίσθησης σου. Κι ό,τι διασώθηκε από την παιδικότητά σου, κλείστηκε σε κουτιά και μπήκε σε αποθήκες.
Μα μέσα σε όλη αυτήν την ίντριγκα, υπήρχε και κάτι ακόμη πιο σατανικό.
Σε κάθε τέτοιο παραμύθι επαναλαμβανόταν το μοτίβο μιας αιώνιας αγάπης, μιας ευτυχίας σαν κι αυτή που σου είχαν κλέψει. Πρίγκιπες και βασιλοπούλες πάσχιζαν για να την κερδίσουν και κάθε φορά που έφτανες στο ευτυχισμένο τέλος του παραμυθιού, δεν μπορούσες να μην κλάψεις από χαρά.
Έτσι έμαθες να πιστεύεις ότι αιώνες υποταγής στη λογική δεν είχαν καταφέρει να σβήσουν την αλήθεια της καρδιάς.
Και δεν έβλεπες ότι αυτή η αλήθεια δεν ήταν παρά μια καρικατούρα της δικής σου, που κάποτε μοιραζόσουν με τον Θεό σου. Ότι ήταν μια αγάπη ζυμωμένη με συμφέροντα και ανταλλάγματα, μια αγάπη περασμένη από τα φίλτρα αυτάρεσκων εγκεφάλων. Σε ξεγέλασαν, με καλοφτιαγμένα δολώματα, σε τράβηξαν πάλι στην στεριά της λογικής τους, μόνο που αυτή τη φορά δεν το κατάλαβες.
Και συνέχιζες να ζεις και να ελπίζεις. Σκεπάστηκες με θεόρατα παγόβουνα λογικής, η καρδιά σου σκοτείνιασε κι άλλο από τα τέρατα του μυαλού, σφίχτηκε και κλείστηκε, μα εσύ συνέχιζες να ελπίζεις και να μελαγχολείς, να μελαγχολείς και να ελπίζεις.
Αποκομμένος από την πηγή σου, αυτό που έμαθες κι εσύ να ονομάζεις γνώση, έγινε η δυστυχία σου. Έμαθες να αμύνεσαι στον πόνο που ο ίδιος ο κόσμος σου γεννά και σε κάνει κοινωνό του, με το «καλημέρα». Έμαθες να υψώνεις τείχη κι έφτιαξες μπουντρούμια για να βάζεις ότι σε πονά. Έμαθες πια να είσαι «σκεπτόμενο ον» και «πολιτισμένος». Έμαθες να αγαπάς για να κερδίσεις, έμαθαν να σε αγαπούν για να κερδίσουν.
Και δες τι γίνεται:
Επειδή το αρχικό βίωμά σου δεν έπαψε ποτέ να σε ακολουθεί, υπακούοντας στο ένστικτό σου πασχίζεις να το αναβιώσεις: Κυνηγάς το παραδεισένιο πουλί σου, ονειρεύεσαι την τέλεια σχέση. Την παράδοση σου σε μια αγκαλιά, τον ιερό σου γάμο. Δακρύζεις με τα δράματα της αγάπης, γιατί θέλεις να βρεθείς ξανά στο μαγικό κουκούλι της ευτυχίας σου.
Ύστερα, δηλητηριάζεις την αγάπη σου με το κέρδος. Λες "θα τα δώσω όλα", με την κρυφή ελπίδα πως θα πάρεις. Πόσες φορές δεν έψαξες για έναν τέτοιο παράδεισο, νόμισες πως τον άγγιξες αλλά προδόθηκες; Πόσες φορές έζησες και πέθανες γι’ αυτό που νοείς ως αγάπη;
Αν λοιπόν θέλεις να αγαπήσεις πραγματικά και η αγάπη σου να καρπίσει ευτυχία, τότε πήγαινε πίσω για να ανακαλύψεις τις πραγματικές αλήθειες σου. Να τις νιώσεις, όχι να τις εξηγήσεις. Κι ύστερα να τις αναστήσεις στο σήμερα, ή πιο σωστά να τις αναδείξεις, αφού στην πραγματικότητα δεν έχουν πεθάνει ποτέ.
Γι’ αυτό πρέπει να ταξιδέψεις πίσω από τα παραμύθια που σε γαλούχησαν. Να βρεθείς στο κατώφλι της συνείδησής σου, εκεί που άρχισε η σφαγή και ο ξεριζωμός.
Εκεί κρύβεται η αγάπη σου κι όχι στις μάταιες ενήλικες αναζητήσεις της λογικής σου.
Αυτήν την αγκαλιά ζητάς να βρεις, που είναι για σένα μάνα και πατέρας, φίλος κι αδελφός, σύζυγος και παιδί. Αυτή κρατά τα κλειδιά της απελευθέρωσης σου.
Κι όταν καταφέρεις να δραπετεύσεις οριστικά από τη φυλακή σου, τότε μπορείς να κτίσεις με ασφάλεια έναν όμορφο κόσμο, διαφορετικό από αυτόν που γνώρισες, με τις ψεύτικες αγάπες και τους ψεύτικους Θεούς του νου σου να κοσμούν απλά το μουσείο της Ιστορίας σου.