Πλάι σου στέκουν ο Κρόνος και ο Πλούτωνας. Σκοτείνιασε ο νους σου από την παρουσία τους.
Χρόνια τώρα συμπιέστηκες από την ανάγκη. Η μάσκα της μιζέριας έγινε ένα με το πρόσωπο σου, το χαμόγελο σου έμοιαζε πια με κατά συνθήκη ψεύδος. Ο ενθουσιασμός σου πνίγηκε στον φόβο και η δημιουργικότητα σου στέρεψε.
Με το ξεκίνημα της κρίσης σου είπαν ευθαρσώς ότι είσαι συνυπεύθυνος και πρέπει να πληρώσεις. Σε πήραν λοιπόν από την ανυποψίαστη καθημερινότητα σου και σε έβαλαν σε μια γαλέρα να κωπηλατείς αδιάκοπα για ένα ξεροκόμματο. Ξέχασες τα δικαιώματα σου και η ζωή σου έγινε σκέτη επιβίωση. Το βασικό σου μέλημα ήταν να αποφύγεις την οργή του μαστιγωτή κι ύστερα... έχει ο Θεός. Έβλεπες εκείνους που δεν άντεξαν κι εκείνους που αντιδρούσαν να τους μαζεύουν έναν-έναν και λούφαζες μην έρθει κι η δική σου σειρά. Ανέχτηκες τα πάντα σε βάρος σου, στο όνομα της αποστολής σου. Σου πήραν τα πάντα, ακόμη και τις ελπίδες σου.
Γιατί το λιμάνι που κάποτε θα έφτανες δεν ήταν η λύτρωση σου αλλά η απαρχή νέων δεινών. Αυτό το λιμάνι ήταν μολυβένιο και πολύβουο από αυταρχικούς στρατιώτες και αλαζονικούς δουλεμπόρους, που ξεδιάλεγαν την πραμάτεια τους. Σε είχαν ήδη πουλήσει και ζύγιζαν το χρυσάφι τους.
Κάποιος βέβαια, που τον είπαν γραφικό σου μίλησε για ένα διαφορετικό λιμάνι. Σου περιέγραψε ανθρώπους να χαίρονται κάτω από τον ήλιο, μανάδες και πατεράδες με τα παιδιά τους να κάθονται όλοι μαζί σε γιορτινό τραπέζι, μερακλήδες εργάτες και τεχνίτες, εμπόρους και σπουδαστές να τιτιβίζουν γεμάτοι ενθουσιασμό για τα μελλοντικά σχέδια τους.
Ίσως να ήθελες να τον πιστέψεις αλλά ο ρυθμός του τυμπανιστή έσφιγγε τα μελίγγια σου. Όφειλες να κωπηλατείς αγόγγυστα, να υπακούς χωρίς να ρωτάς, να υπομένεις την μοίρα σου, αφού ήταν φως φανάρι ότι δεν είχες άλλη επιλογή. Εξ άλλου, δεν ήταν σοφό να ενδώσεις στις τρέλες ενός ονειροπαρμένου...
Κόντεψες να συνηθίσεις στο ρόλο του σκλάβου, μα ακόμη κι οι ταγοί σου ήξεραν ότι δεν γεννήθηκες υποταγμένος, η ανάγκη σε έκανε. Κι ήξερα ότι αργά ή γρήγορα θα αντιδράσεις μα περισσότερο τους τρόμαζε η αντίδραση των πολλών.
Γι αυτό και πρώτα απ’ όλα φρόντισαν να σε κάνουν να μισήσεις τον συνάδελφο σου, που δίπλα σου πάσχιζε κι αυτός μαζί σου.
Δεν κωπηλατεί σωστά, σου έλεγαν στο αυτί... Αυτός φταίει που καθυστερούμε, αυτός φταίει που σήμερα δεν θα φας! Και τα ίδια βέβαια έλεγαν σε εκείνον για σένα.
Σε χειραγώγησαν
Σε ενθάρρυναν να καταδίδεις τους «τεμπέληδες», τους «αναρχικούς», όπως ακριβώς κάνει κάθε εξουσία που πηγάζει από το άδικο. Έβαλαν και τελάληδες ή σπιούνους να σε «ενημερώνουν» για τα τεκταινόμενα:
Πέντε τιμωρήθηκαν χθες, δέκα σήμερα και ποιος ξέρει πόσοι αύριο...
Η αυτού εξοχότης ο βασιλεύς, δήλωσε πως το μολυβένιο λιμάνι είναι η σωτηρία σου.
Η αυτού εξοχότης θα μας σώσει.
Προσκυνούμε την αυτού εξοχότητα...
Μα κάθε είδηση συνοδευόταν από νέους κτύπους του τυμπανιστή, πιο γρήγορους, πιο εξουθενωτικούς...
Έτσι κυλούσε η ζωή σου στη γαλέρα.
Ήταν βέβαια και στιγμές που οι εξουσιαστές κι οι έμποροί σου τρώγονταν μεταξύ τους σαν τα σκυλιά, μα σπάνια την πλήρωναν οι ίδιοι, αφού ως συνήθως κάποιος άλλος έφταιγε. Κι αλίμονο σε όποιον γινόταν το εξιλαστήριο θύμα τους.
Μια μέρα σαν κι αυτές ήταν που ο ονειρευτής φίλος σου έπαψε να υπάρχει δίπλα σου. Τον πήραν σιδερόφρακτοι φρουροί, τον έβαλαν σε ένα σακί και τον πέταξαν στην θάλασσα με τρείς βαριές πέτρες να ορίζουν την μοίρα του.
Έκλαψες για τον άνθρωπο. Δεν είχε πειράξει ποτέ κανέναν.
Μα την αστροφώτιστη νύχτα που ακολούθησε συντελέστηκε ένα θαύμα. Η αδικία φούντωσε το πείσμα σου, το πνιγμένο όνειρο σε ανέστησε και άγγελοι σάλπισαν εντός σου.
Γιατί μέσα στο κουφάρι που χάθηκε στα βάθη της αβύσσου κρυβόταν η σπίθα της αναγέννησης σου, ο σπόρος της ελευθερίας σου. Εκεί δεν μπορούσε να φτάσει το χέρι των εξουσιαστών σου.
Η ίδια αλήθεια αποκαλύφθηκε στον διπλανό σου, σε φίλους και γνωστούς, που μέχρι χθες σαν και σένα ζούσαν μαγκωμένοι: Το λιμάνι της χαράς σου υπήρχε, δεν ήταν μια ουτοπία! Εσύ υπήρχες, δεν ήσουν μια σκιά του εαυτού σου.
Με έναν θαυμαστό τρόπο, η απελπισία σε οδήγησε στη λύτρωση κι φόβος έφυγε ως διά μαγείας. Τον περιγελούσες πια και δεν σε ένοιαζε τι θα αντιμετωπίσεις. Χαμογελούσες γιατί ήξερες πια ότι τη μιζέρια σου την τροφοδοτούσε το ίδιο το μυαλό σου, εσύ ήσουν που συναίνεσες στις αλυσίδες σου. Όπως συναινείς τώρα στο σκίρτημα της καρδιάς σου.
Το μυαλό σου σκλαβώνεται, η καρδιά σου όμως ποτέ!
Κι όπως τις κάμποσες φορές που πίστεψες ότι κόντρα σε όλα τα προγνωστικά, θα νικήσεις και τα κατάφερες, έτσι και τώρα πιστεύεις στο καλύτερο για σένα και θα γίνει!
Μην ξαναπροδώσεις τα όνειρα σου, ούτε να τα βάλεις στο περιθώριο.
Αυτή είναι η μυστική διδαχή του Κρόνου και του Πλούτωνα.
Και κάθε φορά που νοιώθεις ένας μοναχικός ονειρευτής να θυμάσαι ότι το μονοπάτι που χαράζεις θα γίνει κάποτε λεωφόρος.