Αποχαιρέτησες τον Ποσειδώνα με τα μενεξεδένια όνειρά του και τραβάς πια για την κορφή του φαλακρού βουνού. Βαρύς κι ασήκωτος ο ανήφορος, ο χρόνος σου ρέει στην κλεψύδρα σαν σταγόνα μαρτυρίου και η ψυχή σου απόκαμε. Μα εκείνο που σε προβληματίζει πιότερο απ’ όλα, είναι ο λόγος που θα δώσεις στον πανδαμάτορα Κρόνο.
Τι θα σου γυρέψει πάλι αυτός ο γεροξεκούτης; Ποιο λάθος και ποια ατέλεια θα γίνει αφορμή για να σε καταδικάσει;
Δεν είναι βέβαια η πρώτη φορά που τον συναντάς και ξέρεις το σκηνικό, αφού παραμένει απελπιστικά ίδιο και μονότονο για αιώνες. Γύρω του στέκουν κριτές και σύμβουλοι που τον ορμηνεύουν ψιθυριστά για να δώσει την ετυμηγορία του.
Στα πρόσωπά τους αναγνωρίζεις όλους εκείνους που σου κουνάνε το δάκτυλο κάθε φορά που παραβιάζεις τους κανόνες τους. Είναι οι Ενοχές σου.
Και μπροστά του σε προσμένει η κλίνη του Προκρούστη γιατί ο Θησέας σου δεν πέρασε ακόμη από εκεί.
Έσφαλες; Θα πληρώσεις
Δεν έσφαλες; Αποκλείεται, αφού όπως έλεγε κι ένας καθηγητής σου στο λύκειο, το άριστα είναι μόνον για τον Θεό.
Την ρετσινιά του αποτυχημένου δεν την γλιτώνεις, ότι κι αν κάμεις.
Και βαδίζοντας προς μια ακόμη ώρα που θα κριθείς, αναλογίζεσαι τις προηγούμενες αποτυχίες σου, κάποια ξεκινήματα σου, που δεν είχαν την ποθητή κατάληξη.
Ήττες, προδοσίες, εγκαταλείψεις... Να ποια είναι η ιστορία της ζωής σου.
Αλλά τούτη την δύσκολη ώρα, σαν σε αρχαίο θαύμα μια αντιλαλιά σε συνεπαίρνει:
Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,
τον άγριο Κρόνο δεν θα συναντήσεις,
αν δεν τους κουβαλάς μες στην ψυχή σου,
αν η ψυχή σου δεν τους στήνει εμπρός σου.
Τι θέλει να πει ο ποιητής;
Από ένστικτο αρπάζεις ένα λιθάρι και το πετάς με φόρα προς τον ουρανό σου.
Και μένεις εμβρόντητος από τον ήχο του σπασμένου καθρέφτη σου.
Φόβοι, ανασφάλειες, ενοχές, υποκρισίες, ψέματα και δανεικές πεποιθήσεις στέκουν πια σμπαραλιασμένες, κομμάτια και θρύψαλα στα πόδια σου.
Και το βουνό της κρίσης σου εχάθη και στην θέση του γεννήθηκε ένας κόσμος Αγάπης. Ο ήλιος το φεγγάρι και τα αστέρια σε αγκαλιάζουν με το φως τους και σε ταξιδεύουν στην όμορφη Πλάση.
Να και μια τρελή πλανητοπαρέα, που σε παρασύρει με τον ενθουσιασμό της.
-Θα τους σκίσουμε, θα σαρώσουμε διαλαλούν με θέρμη!
Είναι όλοι τους εκεί, οι παλιοί σου γνώριμοι που δεν είναι πια οι οιωνοί μα οι συνοδοιπόροι σου.
Σε εξοπλίζουν με δύναμη κι αισιοδοξία, θάρρος και πίστη για το καλύτερο. Σου προσφέρουν απλόχερα τα δώρα τους κι εσύ μέσα στη χαρά σου αναρωτιέσαι:
Μα που ήταν κρυμμένοι όλοι αυτοί;
Δίπλα σου ήταν όπως πάντα –αυτή είναι η μαύρη αλήθεια- αλλά παραπλανημένος όπως ήσουν, δεν τους έβλεπες και δεν σε έβλεπαν.
Η μεταμόρφωσή σου είναι που τους έδωσε υπόσταση.
-Πάμε σαν άλλοτε, κραυγάζουν και σε σηκώνουν στις πλάτες τους.
Ανάμεσά τους ξεχωρίζεις έναν καλοκάγαθο παππού που σε κοιτά χαμογελώντας και σου λέει:
Ναι φίλε μου, εγώ είμαι, ο Κρόνος που δεν γνώρισες, μα τώρα με ορίζεις. Να, πάρε και το παράσημο του αυτεξούσιου σου.
Από τότε είναι που φοράς στο στήθος σου την Γνώση.